- θεολόγος
- ο теолог, богослов
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
θεόλογος — one who discourses of the gods masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγος — Ονομασία πέντε οικισμών. 1. Πεδινός οικισμός (υψόμ. 40 μ., 606 κάτ.) της Ρόδου. Βρίσκεται 22 χλμ. ΝΔ της πόλης της Ρόδου. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πεταλούδων του νομού Δωδεκάνησου. 2. Ημιορεινός οικισμός (υψόμ. 450 μ., 580 κάτ.) στην πρώην… … Dictionary of Greek
θεολόγος — ο, η επιστήμονας που ασχολείται με τη θεολογία … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Άγιος Ιωάννης θεολόγος — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 580 μ., 275 κάτ.) στην πρώην επαρχία Λακεδαίμονας του νομού Λακωνίας. Βρίσκεται στα βορειοανατολικά της Σπάρτης. Υπάγετα διοικητικά στον δήμο Οινούντος … Dictionary of Greek
Νικολούδης, Θεολόγος — (Λέρος 1890 – Αθήνα 1946). Δημοσιογράφος και πολιτικός. Τα πρώτα γράμματα διδάχτηκε στη Σμύρνη και συνέχισε τις εγκύκλιες σπουδές του στη Σύρο και στο Κάιρο. Εργάστηκε αρχικά ως τραπεζικός υπάλληλος, αλλά σύντομα επιδόθηκε στη δημοσιογραφία,… … Dictionary of Greek
θεολόγοις — θεόλογος one who discourses of the gods masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγου — θεόλογος one who discourses of the gods masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγους — θεόλογος one who discourses of the gods masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγων — θεόλογος one who discourses of the gods masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεολόγῳ — θεόλογος one who discourses of the gods masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
θεόλογοι — θεόλογος one who discourses of the gods masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)